- περάτωση
- ητελείωμα, αποπεράτωση.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
περάτωση — η / περάτωσις, ΝΑ [περατώ] αποπεράτωση, ολοκλήρωση κάποιου έργου αρχ. κατάληξη, άκρο («περατώσεις φλεβῶν», Αρετ.) … Dictionary of Greek
περατώσῃ — περατώσηι , περάτωσις ending fem dat sg (epic) περατόω limit aor subj mid 2nd sg περατόω limit aor subj act 3rd sg περατόω limit fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απόλυση — Η νομότυπη απομάκρυνση του εργαζομένου από την εργασία του. Στον ιδιωτικό τομέα, συνίσταται στη μονομερή καταγγελία της σύμβασης εργασίας μεταξύ της επιχείρησης και του μισθωτού, πάντοτε μέσα στα πλαίσια και τις προϋποθέσεις που καθορίζονται… … Dictionary of Greek
вина — ВИН|А (1167), Ы с. 1.Причина, повод: ˫Аκο ѥже... ||...зълѣ гл҃ати и клеветати. вражьды и ненависти. рати начѩло вина бываѥть. Изб 1076, 99 об. 100; Вьсемоу ли грѣхоу и блоудоу оубо. вина ѥсть ди˫аволъ. Там же, 190; обави виноу ѥ˫а же ради прииде … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
απόληξη — η (AM ἀπόληξις) [απολήγω] νεοελλ. 1. περάτωση, κατάληξη 2. ακραίο τμήμα αντικειμένου ||| αρχ. 1. παύση, λήξη 2. το τέλος πρότασης ή περιόδου … Dictionary of Greek
επιτέλεση — η (Α ἐπιτέλεσις) [επιτελώ] εκτέλεση, περάτωση, διεκπεραίωση, πραγμάτωση αρχ. τελείωση, εκπλήρωση … Dictionary of Greek
ευθανασία — Όρος, ο οποίος στην αρχική έννοιά του σημαίνει ένδοξος, ωραίος, ήσυχος και φυσικός θάνατος, ο οποίος γίνεται δεκτός με πνεύμα γαλήνιο, ως μια τέλεια περάτωση της ζωής. Επίσης, ο όρος υποδηλώνει τον ανώδυνο θάνατο που προκαλείται ή επισπεύδεται με … Dictionary of Greek
κρατερός — I (; – 321 π.Χ.). Μακεδόνας στρατηγός. Αφού διέπρεψε ως διοικητής μονάδων στις μάχες του Γρανικού (334 π.Χ.) και της Ισσού (333), στην πολιορκία της Τύρου (332), στη μάχη των Γαυγαμήλων (331) και στην εισβολή στην Υρκανία (330), έγινε ο πιο… … Dictionary of Greek
ξεμπέρδεμα — και ξεμπέρδευμα, το [ξεμπερδεύω] 1. λύσιμο ή αποχωρισμός μπλεγμένων πραγμάτων 2. απαλλαγή από δύσκολες ή περίπλοκες καταστάσεις («μην ανακατευθείς σε αυτή την υπόθεση γιατί θα έχεις κακά ξεμπερδέματα») 3. εκκαθάριση ή ρύθμιση διαφορών,… … Dictionary of Greek
παρέλκυση — η / παρέλκυσις, ύσεως, ή ΝΜΑ [παρελκύω] 1. μη περάτωση μιας ενέργειας ή διαδικασίας κατά την διάρκεια τού αναγκαίου ή προκαθορισμένου χρόνου αλλά η συνέχιση της και πέρα από αυτόν, παράταση 2. βραδύτητα, επιβράδυνση, αργοπορία 3. η με αναβολές… … Dictionary of Greek